τραχύς

τραχύς
τρᾱχύς (-ύς, -εῖ; -εῖα, -εῖαν, -ειᾶν; -εῖ, -ύ.)
1 rough
a of things

λίθῳ τραχεῖ O. 8.55

τραχεῖαν ἄνευθε λιπὼν ἐγχέων ἀκμάν P. 1.10

νωμῳν τραχὺ ῥόπαλον fr. 111. 3. met., harsh, bitter, “τραχεῖαν ἑρπόντων πρὸς ἔπιβδανP. 4.140

τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.17

μὴ πταίσῃς ἐμὰν σύνθεσιν τραχεῖ ποτὶ ψεύδει (“nempe ut saxo,” Boeckh) fr. 205. 3.
b of peis., stubborn τὺ δὲ (sc. Ἡσυχία) — τραχεῖα δυσμενέων ὑπαντιάξαισα κράτει pr. P. 8.10 cf.

εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις ἐχθροῖσι τραχὺς ὑπαντιάζει Pae. 2.32

μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.96

νικῶντί γε χάριν οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν i. e. I am ready N. 7.76

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τραχύς — ιά, ύ / τραχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, θηλ. και τραχεία Ν, και ιων. τ. τρηχύς και τ. θηλ. τρηχέα Α 1. ανώμαλος στην αφή, αυτός που δεν έχει λεία και ομαλή επιφάνεια (α. «τραχύ δέρμα» β. «τραχιά ακτή» γ. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. δ. «γῆ... λιθώδης... καὶ… …   Dictionary of Greek

  • τραχύς — τρᾱχύς , τραχύς jagged masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχύς, -ιά, -ύ — επίρρ. ιά 1. ανώμαλος στην αφή, όχι λείος, ζαρωμένος: Τραχύ δέρμα. 2. σκληρός, δύσκαμπτος: Τραχύ κρέας. 3. μτφ., απότομος, βάναυσος, αγροίκος: Τραχιά συμπεριφορά. 4. κοπιαστικός, δύσκολος, ζόρικος: Τραχύ έργο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρηχέα — τραχύς jagged neut nom/voc/acc pl (epic ionic) τρηχέᾱ , τραχύς jagged fem nom/voc/acc dual (epic ionic) τραχύς jagged fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρηχέων — τραχύς jagged masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) τρηχέω̆ν , τραχύς jagged masc/neut gen pl (epic ionic) τρηχέω̆ν , τραχύς jagged fem gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχυτάτων — τραχύς jagged fem gen pl τραχύς jagged masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχυτάτως — τραχύς jagged adverbial τραχύς jagged masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχυτέρων — τραχύς jagged fem gen pl τραχύς jagged masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχυτέρως — τραχύς jagged adverbial τραχύς jagged masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχύτατον — τραχύς jagged masc acc sg τραχύς jagged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχύτερον — τραχύς jagged masc acc sg τραχύς jagged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”